Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΜΕ ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΤΕΡΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Σήμερα οι ελληνικές επενδύσεις στη γενική κατάταξη των ξένων επενδυτών είναι στην τρίτη θέση μετά τις Αυστρία και Ολλανδία. Οι μεγαλύτερες εισροές κεφαλαίων καταγράφηκαν στο χρηματοπιστωτικό τομέα, στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, στις επισκευές αυτοκινήτων, στα είδη προσωπικής και οικιακής χρήσης
Η Βουλγαρία συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με το χαμηλότερο ρυθμό πληθυσμιακής ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο. Η αρνητική αύξηση του πληθυσμού ξεκινά από το 1990 και οφείλεται στις οικονομικές δυσκολίες της εποχής, σε συνδυασμό με την αύξηση της υπογεννητικότητας, αλλά και της μετανάστευσης.
Εντονη, παρά τα όποια προβλήματα έχει λόγω της οικονομικής κρίσης, η ελληνική επενδυτική πρωτοβουλία και δράση στη γειτονική χώρα, η οποία ανακάμπτει με γοργούς ρυθμούς και η οποία για να προσελκύσει ξένα κεφάλαια αναπροσαρμόζει συνεχώς τους νόμους της, βάλλει κατά της διαφθοράς και παρέχει ελαφρύνσεις και κίνητραΕντονη, παρά τα όποια προβλήματα έχει λόγω της οικονομικής κρίσης, η ελληνική επενδυτική πρωτοβουλία και δράση στη γειτονική χώρα, η οποία ανακάμπτει με γοργούς ρυθμούς και η οποία για να προσελκύσει ξένα κεφάλαια αναπροσαρμόζει συνεχώς τους νόμους της, βάλλει κατά της διαφθοράς και παρέχει ελαφρύνσεις και κίνητραΑυτήν τη μείωση του εργατικού δυναμικού και της δυναμικής της οικονομίας προσπάθησε να τα αντιμετωπίσει επενδύοντας στο ξένο κεφάλαιο με σκοπό να καλυτερεύσει τις οικονομικές της συνθήκες.
Οι ελληνικές επενδύσεις
Η ελληνική επενδυτική δραστηριότητα ξεκινά τα έτη 1990-1993, ενώ σε μια δεκαετία εμφανίζονται γραμμένες στα βουλγαρικά μητρώα περίπου 4.000 επιχειρήσεις από τις οποίες το 1/3 είναι ενεργές. Ο κύριος όγκος τους συγκεντρώνεται στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας και επεκτείνονται σε εκατοντάδες κλάδους.
Σήμερα οι ελληνικές επενδύσεις στη γενική κατάταξη των ξένων επενδυτών είναι στην τρίτη θέση μετά τις Αυστρία και Ολλανδία. Οι μεγαλύτερες εισροές κεφαλαίων καταγράφηκαν στο χρηματοπιστωτικό τομέα, στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, στις επισκευές αυτοκινήτων, στα είδη προσωπικής και οικιακής χρήσης. Οι λόγοι δε που οδήγησαν τους Ελληνες επενδυτές και επιχειρηματίες στη Βουλγαρία είναι η χαμηλή φορολογία, το φθηνότερο εργατικό κόστος, τα χαμηλά ενοίκια και οι μεταφορικές υπηρεσίες, αλλά και το σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον της Βουλγαρίας.
Σύμφωνα με έρευνα που έκανε το Ελληνικό Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στη Σόφια, οι περισσότερες από τις εταιρείες με ελληνική συμμετοχή που βρίσκονται στη Βουλγαρία -και είναι πάνω από 3.100 επιχειρήσεις- βρίσκονται στη Σόφια. Αλλες 3.400 εταιρείες με ελληνική συμμετοχή είναι στις πόλεις κοντά στα ελληνικά σύνορα: 1) στο Πετρίτσι περίπου 1.800, 2) στο Μπλαγκόεβγκραντ περίπου 760 και 3) στο Σαντάνσκι περισσότερες από 800. Η δε Φιλιππούπολη συγκεντρώνει περίπου 600 εταιρείες με ελληνική συμμετοχή.
Από το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων υπολογίζεται ότι ενεργές είναι περίπου 1.500, αν και στο Ελληνικό Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων γνωστοποίησαν την ύπαρξή τους μόνο 620 επιχειρήσεις.
Εντονη κινητικότητα παρουσίασαν την τελευταία διετία ορισμένες από τις μεγάλες επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται στη Βουλγαρία, είτε επανεπενδύοντας ή επεκτείνοντας τις δραστηριότητές τους. Από τις μεγαλύτερες επενδύσεις είναι το πολυκατάστημα στη Σόφια «Ρινγκ», που θα είναι το μεγαλύτερο της βουλγαρικής πρωτεύουσας και θα λειτουργήσει τον Σεπτέμβριο και είναι κοινή επένδυση δύο ελληνικών ομίλων.
Επίσης ο όμιλος «Μαρινόπουλος» και η επιχείρηση «Τσιπίτα», η οποία έχει επεκτείνει τη δράση της στα Δυτικά Βαλκάνια και εξάγει τα προϊόντα της στη Σερβία, στην Κροατία, στο Κόσοβο, στην Αλβανία, στο Μαυροβούνιο, στα Σκόπια, στη Σλοβενία.
Στον κατασκευαστικό τομέα μεγάλη δραστηριότητα παρουσιάζει ο «Ακτωρ», ο οποίος κατασκευάζει τον αυτοκινητόδρομο «Στρούμα», που θα συνδέσει τον Προμαχώνα με τη Σόφια, και η εταιρεία «Τέρνα», που κατασκευάζει οικιστικά συγκροτήματα και σιδηροδρομικά έργα, όπως την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής υψηλών ταχυτήτων, συμπεριλαμβανομένης και της ηλεκτροκίνησης μεταξύ των σταθμών Ντιμίτροβγκραντ-Χάρμανλι.
Τέλος, στον τραπεζικό κλάδο η ελληνική παρουσία παρουσιάζει δυναμική και καλύπτει το 21,6% της τραπεζικής αγοράς μέσω της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, της Eurobank, της Alpha και της Πειραιώς. Για παράδειγμα, μόνο η Alpha έχει 86 υποκαταστήματα σε όλη τη βουλγαρική επικράτεια με περίπου 900 εργαζομένους.
Το Επιχειρηματικό Συμβούλιο
Η ελληνική επενδυτική κοινότητα στη Βουλγαρία, η οποία συμπληρώνει πάνω από 20 χρόνια παρουσίας, επένδυσε 4 δισ. ευρώ και κάλυψε δεκάδες επιχειρηματικούς κλάδους, δίνοντας περίπου 100.000 θέσεις εργασίας.
Η ύπαρξή τους όμως στην όμορη χώρα συνδέεται και με τη στήριξη της ελληνικής αγοράς και επίλυσης της κρίσης τα τελευταία χρόνια, αφού τα κέρδη των εταιρειών τους ή και ακόμη και δάνεια που εισέπραξαν τα προώθησαν στην Ελλάδα, στις μητρικές τους εταιρείες, για να διασφαλίσουν την ύπαρξή τους στην ελληνική αγορά και διατηρώντας τις θέσεις εργασίας.
Για την καλύτερη εκπροσώπησή τους στη Βουλγαρία, την αλληλοστήριξή τους, την καταγραφή των ελληνικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων, το 2005 ίδρυσαν το Ελληνικό Επιχειρηματικό Συμβούλιο Βουλγαρίας, το οποίο συγκαταλέγεται στις πρώτες θέσεις ως προς τη δυναμική του, μεταξύ των άλλων ξένων Συμβουλίων.
Ο Σταμάτης Θεοδωρόπουλος, πρόεδρος του Συμβουλίου και γενικός διευθυντής της «Τσιπίτα», σχολιάζοντας το έργο που επιτελεί το Συμβούλιο είπε: «Εχουμε περίπου 200 μέλη. Μεγάλες επιχειρήσεις με έντονη και δυναμική παρουσία στην αγορά.
»Συμπληρώνοντας τα δέκα χρόνια από την ίδρυσή μας, με δυναμικό έργο και παρουσία και ικανές παρεμβάσεις προς την Ελλάδα και ιδίως τη Βουλγαρία, κατορθώσαμε και κάναμε αισθητή την παρουσία μας στην αγορά, βεβαίως σεβόμενοι τους νόμους της χώρας που μας φιλοξενεί και τηρώντας τις υποχρεώσεις μας. Τώρα λοιπόν που αισθανόμαστε ότι μπορούμε να επεκταθούμε, σκεπτόμαστε να δημιουργήσουμε άλλες δύο έδρες του Συμβουλίου σε Βάρνα και Μπλαγκόεβγκραντ, με σκοπό να συμπεριλάβουμε στους κόλπους μας υγιείς μεγάλες ή μικρομεσαίες επιχειρήσεις».
Στο ίδιο πνεύμα και ο Μάκης Μαυρόπουλος, γραμματέας του Συμβουλίου και διευθυντής εταιρειών υλοποίησης ευρωπαϊκών σχεδίων δράσης και επενδύσεων στο χώρο επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτων, υποστήριξε ότι «το Συμβούλιο χωρίς κομματισμούς και μικροσυμφέροντα δραστηριοποιείται κρατώντας τις ισορροπίες μεταξύ της ελληνικής κρίσης και της καλής ελληνικής επιχειρηματικής εργασίας στη Βουλγαρία».
Συνεχίζοντας, τόνισε ότι η πολιτική αστάθεια που υπήρξε και η οικονομική κρίση στην Ελλάδα είχαν και τις συνέπειές τους στο πρόσωπο των Ελλήνων επιχειρηματιών, αφού «διασαλεύθηκε το ελληνικό πρότυπο που υπήρχε στα Βαλκάνια, κυρίως στην ελληνική επιχειρηματικότητα» και κατέληξε «όσα κέρδισε η Ελλάδα μεταξύ των ετών 2000-2008 στον τομέα της εικόνας που είχε, τα έχασε τα επόμενα χρόνια. Το διακύβευμα είναι η Ελλάδα να μη χάσει όλα ή μέρος των στρατηγικών της πλεονεκτημάτων, παρά τις δικές μας προσπάθειες, αν δεν ανακάμψει σε γοργό ρυθμό».
Με στρατηγικό σχέδιο
Ο Βαγγέλης Λύτρας, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου και γενικός διευθυντής της Alpha Bank Βουλγαρίας, δήλωσε ότι «το Συμβούλιο συνεργάζεται και με άλλα ξένα Συμβούλια που υπάρχουν στη Βουλγαρία για την περαιτέρω οικονομική πρόοδο της χώρας και ταυτόχρονα για την καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας των ξένων επιχειρήσεων».
Σημείωσε ότι «οι άλλοι ξένοι επιχειρηματίες που επενδύουν στη Βουλγαρία έχουν στρατηγικό σχέδιο, ενημερώνονται από τις χώρες τους για τη βουλγαρική αγορά, αφού τα ξένα κράτη ασκούν επενδυτικές πολιτικές σε συγκερασμό με τα οικονομικοπολιτικά δεδομένα» και κατέληξε: «Από ελληνικής πλευράς δεν υπάρχει γνώση της αγοράς συστηματικοποιημένη από το κέντρο. Οι ξένοι διπλωμάτες κατέχουν την αγορά και γνωρίζουν τα οικονομικοπολιτικά δεδομένα της χώρας που βρίσκονται ενημερώνοντας τους πολίτες-επενδυτές τους, σε αντίθεση με τους Ελληνες διπλωμάτες που αγνοούν την αγορά και δεν μπορούν να κάνουν επενδυτικές υποδείξεις».
Εντονη λοιπόν, παρά τα όποια προβλήματα έχει λόγω της οικονομικής κρίσης, η ελληνική επενδυτική πρωτοβουλία και δράση στη γειτονική χώρα, η οποία ανακάμπτει με γοργούς ρυθμούς και η οποία για να προσελκύσει ξένα κεφάλαια αναπροσαρμόζει συνεχώς τους νόμους της, βάλλει κατά της διαφθοράς και παρέχει ελαφρύνσεις και κίνητρα.
Ταυτόχρονα όμως εμφανής είναι και η ελληνική απουσία, η αδυναμία της να ενημερώνει τον Ελληνα επενδυτή, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει το γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στη Σόφια, το οποίο έχει «κουτσουρευτεί» από πλευράς προσωπικού, αφού δεν ανανεώνονται οι συμβάσεις των βουλγαρόφωνων εργαζομένων, με αποτέλεσμα να παραμένουν στο γραφείο δύο άτομα. Οικονομική κρίση λοιπόν ή παντελής αδιαφορία;




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου